Συνδρομο Καρπιαιου Σωληνα
Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι μια προοδευτικά επιδεινούμενη πάθηση του καρπού που χαρακτηρίζεται από πόνο, αισθητικές και νευρομυικές διαταραχές στην περιοχή κατανομής του μέσου νεύρου, που είναι ο αντίχειρας, ο δείκτης και το μέσο δάκτυλο.
Ο καρπιαίος σωλήνας είναι ένα στενό κανάλι στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού. Το έδαφος του αποτελείται από τα οστάρια του καρπού ενώ η οροφή του από μια ισχυρή δέσμη συνδετικού ιστού που λέγεται «εγκάρσιος σύνδεσμος». Εντός του καναλιού διέρχεται το μέσο νεύρο, το οποίο ελέγχει την κίνηση των μυών γύρω από την βάση του αντίχειρα (θέναρ) και την αισθητικότητα των τριών δακτύλων. Μέσα στον καρπιαίο σωλήνα διέρχονται και οι τένοντες των καμπτήρων μυών των δακτύλων. Όταν οι ιστοί που περιβάλλουν τους τένοντες ερεθιστούν είτε από χρόνια χρήση, υπέρχρηση ή κάποια φλεγμονώδη πάθηση πρήζονται και πιέζουν το μέσο νεύρο. Αυτό οδηγεί στην εκδήλωση των συμπτωμάτων του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα: έντονος πόνος στον καρπό, που ανησυχεί ιδιαίτερα τον ασθενή και τον δυσκολεύει να κοιμηθεί ή να «βολέψει» το χέρι του στον ύπνο – αισθητικές διαταραχές με μουδιάσματα, μυρμηγκιάσματα, καψίματα ή υπαισθησία στα τρία δακτυλα – κινητικές διαταραχές, με αδυναμία χρήσης του αντίχειρα (δυσκολία σύλληψης αντικειμένων) και ατροφία των μυών του θέναρος.
Αν η συντηρητική θεραπεία – ακινητοποίηση με νάρθηκα, αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ενέσεις κορτικοστεροειδών, αλλαγή δραστηριοτήτων)- αποτύχει, συνιστάται η χειρουργική επέμβαση. Με τοπική αναισθησία, γίνεται μικρή τομή μήκους 2-3 εκατοστών στην παλαμιαία επιφάνεια του καρπού και στην συνέχεια διατομή του εγκαρσίου συνδέσμου. Έτσι μειώνεται η πίεση στο μέσο νεύρο, το οποίο ανανήπτει πλήρως στις περισσότερες των περιπτώσεων, μέσα σε 2-3 μήνες μετά την επέμβαση. Σε βαριές και παραμελημένες περιπτώσεις η αποθεραπεία είναι αργή και η αποκατάσταση μπορεί να μην είναι πλήρης.